Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

κατάργηση του πολυτονικού συστήματος

Hταν 23 Νοεμβρίου του 1981, ο πρώτος μήνας της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, όταν θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα 297/1982 (που ακολούθησε) το μονοτονικό σύστημα ορθογραφίας, τόσο στη διοίκηση όσο και στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με αυτό καταργούνται τα δυο πνεύματα (ψιλή και δασεία, όσοι δεν τα θυμούνται) και οι δυο από τους τρεις ΕΠΙΣΗΜΟΥΣ τόνους, στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνταν μόνο δυο (περισπωμένη και βαρεία λέγονταν οι τόνοι που καταργήθηκαν). Έτσι, το μόνο τονικό σημάδι παραμένει η ΟΞΕΙΑ.
Σε κάθε λέξη που έχει δυο ή περισσότερες συλλαβές υπάρχει μια συλλαβή που προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Πάνω από φωνήεν της συλλαβής που τονίζεται βάζουμε ένα σημάδι, που λέγεται ΤΟΝΟΣ. Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα. Σε μια λέξη που κλίνεται ο τόνος δε μένει πάντα στην ίδια συλλαβή.
Ποιες είναι όμως οι παρενέργειες που δημιουργούνται από την εφαρμογή του σημερινού «μονοτονικού» συστήματος;
Δημιουργεί πρόβλημα στη μελέτη του ποιητικού ρυθμού (παραδοσιακή «μετρική»), ο οποίος, ως γνωστόν, στηρίζεται στην εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών. Κάθε φορά που κάποιος θέλει να ασχοληθεί με τη μετρική, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του άλλους (τους ορθούς) κανόνες τονισμού, διαφορετικούς από αυτούς που χρησιμοποιεί στη γραφή.
Εξαιτίας της αδυναμίας του συστήματος να καλύψει κάθε πιθανή περίπτωση (για να μη γεμίσει με εξαιρέσεις) προβαίνει άθελά-του σε γλωσσική ρύθμιση. (Πού γίνεται, για παράδειγμα, διάκριση ανάμεσα στο ερωτηματικό «τί» και το σπάνιο αιτιολογικό «τι»; Προφανώς ο γλωσσικός νομοθέτης θεώρησε πως δεν είναι σκόπιμο να προσθέσει μία ακόμα διάκριση για έναν τύπο τόσο σπάνιο όσο το αιτιολογικό «τι». Στην ουσία, δηλαδή, επέλεξε να το αποσιωπήσει. Απο πού άντλησε όμως αυτό το δικαίωμα;)
Δεν επιτρέπει στο γραπτό λόγο να αποδοθεί με τη φυσικότητα που θα μπορούσε, αν οι χρήστες της γραφής χειρίζονταν με άνεση τους κανόνες τονισμού. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή που αφορά τα λεγόμενα «πάθη των φωνηέντων» («έκθλιψη», «αφαίρεση» κλπ.). Επειδή ο μέσος χρήστης της γραφής πολύ δύσκολα κατανοεί, θυμάται και χρησιμοποιεί τους προβλεπόμενους κανόνες, προτιμά να γράφει τις λέξεις χωρίς τα επισυμβαίνοντα πάθη, με αποτέλεσμα καμιά φορά να δημιουργούνται ακόμα και ενοχλητικές χασμωδίες.
Σε κάθε όμως περίπτωση, πάντως, η κατάργηση του πολυτονικού συστήματος υπήρξε θετική εξέλιξη για τη γλώσσα μας, αφού μας απάλλαξε από το πλήθος των δύσκολων και πολλές φορές αντιεπιστημονικών κανόνων τονισμού.
Η μεταρρύθμιση ασφαλώς δημιούργησε κάποια προβλήματα, αλλά αυτά εντοπίζονται κυρίως στον χώρο εκείνων που δεν ήταν συνηθισμένοι στη χρήση της δημοτικής.
Το πολυτονικό και η ιστορία του
Ένα από τα πιο φλέγοντα θέματα του 20ου και του 19ου αιώνα ήταν το θέμα του πολυτονικού συστήματος
Το πολυτονικό σύστημα (βαρεία, δασεία, οξεία, περισπωμένη, υπογεγραμμένη, ψιλή), δηλαδή τα τρία τονικά σημάδια και τα δύο πνεύματα επινοήθηκαν από τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο γύρω στα 200 π.Χ, για να βοηθήσει τους ξένους μελετητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας να την διαβάζουν και να την προφέρουν σωστά, καθώς η αρχαία ελληνική προφορά ήταν μουσική και τονική, δηλαδή τα φωνήεντα προφέρονταν πολύ διαφορετικά απ' ότι προφέρονται στη γλώσσα μας. Δεν έγινε για την απόδοση της νέας (κοινής) ελληνικής γλώσσας, αλλά για τα αρχαία Ελληνικά.
Οι βυζαντινοί μελετητές, γύρω στα 800-850 μ.Χ, όταν και γενικεύτηκε η χρήση των πεζών γραμμάτων (μικρογράμματη γραφή), θεώρησαν καλό να χρησιμοποιήσουν το τονικό σύστημα του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, το οποίο όμως δεν είχε πρακτική σημασία για τα βυζαντινά και νέα Ελληνικά. Οι Νεοέλληνες κληρονόμησαν το πολυτονικό σύστημα από τους Βυζαντινούς και για πολλά χρόνια (δυστυχώς ακόμη και σήμερα) αρκετοί θεωρούν τη χρήση του επιβεβλημένη για τη σωστή γραφή της ελληνικής γλώσσας, θεωρώντας την θέμα εθνικό και γοήτρου, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας το γεγονός ότι όχι μόνο είναι περιττό, αλλά και δαπανηρό για την απόδοση της νέας ελληνικής γλώσσας. Η σκέψη για κατάργησή του άρχισε από τα την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, αλλά δεν γενικεύτηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου και ερχόταν αρωγός στο άλλο μείζον θέμα, την κατάργηση της καθαρεύουσας και την υιοθέτηση της δημοτικής.
Πολλές διαμάχες και διαξιφισμοί έγιναν για τα δύο αυτά θέματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διάφορα κινήματα, και ο κόσμος να αρχίσει να διαμορφώνει άποψη. Στο τέλος, φαίνεται ότι το πολυτονικό σύστημα είχε περισσότερη «δύναμη» από την καθαρεύουσα, γιατί ενώ η καθαρεύουσα καταργήθηκε το 1976, το πολυτονικό καταργήθηκε το 1982, με το Π.Δ 207/1982. Όμως, ακόμη και σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, πολλοί συγγραφείς και φορείς εκδίδουν συγγράμματα στο πολυτονικό σύστημα και (ακόμη χειρότερα) στην καθαρεύουσα.
Η ιστορία της δασείας
Από το πολύπλοκο, δύσκολο αλλά και αχρείαστο πολυτονικό σύστημα, το μόνο, ίσως, σύμβολο - εκτός από την οξεία - που είχε κάποια χρησιμότητα και πρακτική σημασία ήταν η δασεία.
Η δασεία(spiritus asper), ένα από τα δύο πνεύματα της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, ήταν τοποθετημένη σε περίπου το 5 με 10 % του συνόλου των λέξεων της αρχαίας, ελληνιστικής (κοινής), βυζαντινής, μεσαιωνικής, καθαρεύουσας, νέας και δημοτικής Ελληνικής γλώσσας, δηλώνοντας την εκβολή μικρού ποσού αέρα, μιας άχνας (τουλάχιστον στην αρχαιοελληνική ομιλία) μαζί με το συνοδευτικό ήχο του γράμματος, παρόμοιο με το λατινικό h (χ)• σε μερικές, όμως περιπτώσεις, αντί του h προφερόταν ένα θολό σ ή ένα θολό β, κατάλοιπο του αρχαιοελληνικού, φοινικικής προέλευσης, F (δίγαμμα)• παραδείγματα λέξεων είναι το hαίμα -αίμα, το σερπετόν - ερπετό και το Fορώ - ορώ (βλέπω).
Η δασεία έμπαινε (εκεί όπου χρειαζόταν) πάνω από όλά τα φωνήεντα (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) και τα δίψηφα φωνήεντα ή διφθόγγους (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, ου, υι), αλλά και (πάντοτε) πάνω από το ρ. Η πλειοψηφία των δασυνόμενων λέξεων προφερόταν με ένα ευκρινώς διακρινόμενο h, πράγμα το οποίο οι Ρωμαίοι δεν αγνόησαν, συμπεριλαμβάνοντάς το στις λέξεις ελληνικής προέλευσης που ενσωμάτωσαν στη γλώσσα τους. Έτσι, αφού μέσα από τα λατινικά έχουν περάσει χιλιάδες ελληνικές λέξεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, στα αγγλικά θα γράψουμε Hades, ενώ όταν θα αναφερθούμε σε κάτι που έχει σχέση με το αίμα, θα χρησιμοποιήσουμε το πρόθεμα hema- ή haema-. Ο λόγος για τον οποίο το ρ παίρνει πάντοτε δασεία είναι γιατί, ως ινδοευρωπαϊκός φθόγγος που είναι υγρός, αποτελεί σύμφωνο με φωνηεντικές ιδιότητες, το οποίο μπορεί να ονομαστεί και συλλαβικό ρ (σερβοκροατικό Srbija).
Η προφορά του F (δίγαμμα), αν και σιγήθηκε στις αχαϊκές, δωρικές και ιωνικές διαλέκτους, μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.Χ, διατηρήθηκε στην αττική διάλεκτο μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ, έτσι πολλές δασυνόμενες λέξεις που παλαιότερα προφέρονταν με το h προφέρονταν από τους Αθηναίους με το F (Hέλενα, Fέλενα). Στο δίγαμμα οφείλεται και η δάσυνση του ρ. Λέξεις που αρχίζουν από ρ και γίνονται δεύτερο συνθετικό λέξης, διπλασιάζουν το ρ (αναδιπλασιασμός), και στο πρώτο ρ μπαίνει ψιλή, ενώ στο δεύτερο μπαίνει δασεία (Καλλιρρόη - Callirrhoe). Ακριβώς λόγω του διπλού ρ, που μοιάζει με τον ήχο που παράγει ο σκύλος όταν είναι θυμωμένος, οι Λατίνοι γραμματικοί ονόμαζαν το ρ littera canina (σκυλίσιο γράμμα).
Στο γραπτό λόγο των Αττικών το Η δήλωνε την ύπαρξη του δασέως πνεύματος, κατέχοντας την όγδοη θέση στο αττικό αλφάβητο, προερχόμενο από το φοινικικό αλφάβητο (het), ενώ στους υπόλοιπους Έλληνες δήλωνε το μακρό ε (εε), το οποίο με την πάροδο του χρόνου πήρε τη σημερινή του έννοια, του η• δηλαδή το η είναι στην ουσία δύο ε. Με την υιοθέτηση το 403 π.Χ. του αλφαβήτου της Μιλήτου από όλους τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων και των Αττικών, προέκυψαν τεράστια προβλήματα και δυσκολίες για τους Αθηναίους, που διατηρούσαν το δασύ πνεύμα - δηλώνοντάς το με το γράμμα Η, που τώρα σήμαινε κάτι άλλο, έτσι μόνο το 2ο αιώνα π.Χ. κατάφεραν να το σιγήσουν.
Μέχρι, όμως, να το σιγήσουν, κατέφυγαν σε μια άλλη λύση, τη διχοτόμηση του Η, όπως είχαν κάνει και οι Μεγαλοελλαδίτες, με το αριστερό τμήμα να αντιπροσωπεύει τη δασεία, πράγμα που διατηρήθηκε μέχρι και τον 9ο αιώνα μ.Χ, αναβιωμένο από το σύστημα τονισμού του Αριστοφάνη του Βυζάντιου. Τον 9ο αιώνα μ.Χ, με τη γενίκευση της χρήσης της μικρογράμματης γραφής, το δασύ πνεύμα πήρε τη μορφή του αριστερού πάνω τεταρτημορίου του Η, αλλά τον 11ο αιώνα, μαζί με διάφορες άλλες αισθητικές αλλαγές στο γραπτό λόγο των Βυζαντινών, πήρε το γνωστό (') στρογγυλοποιημένο σχήμα. Το 1982, σε μια ριζική προσπάθεια απλοποίησης της Ελληνικής γλώσσας, καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα, που καταργούσε, ανάμεσα σε άλλα, και τα δύο πνεύματα. Έτσι, σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον η δασεία στη γλώσσα μας.
Η γνώση των δασυνόμενων λέξεων στα Ελληνικά σήμερα έχει περισσότερο έμμεση, παρά άμεση σημασία, καθώς η μόνη πρακτική σημασία που έχει η γνώση τους είναι, για σκοπούς κατανόησης, η τροπή των ψιλών συμφώνων (κ, π, τ) στα δασέα αντίστοιχά τους (χ, φ, θ) όταν αποτελούν την κατάληξη πρώτου συνθετικού με δεύτερο συνθετικό λέξη που δασύνεται. [καχεκτικός< κακό + έκτης < έξω (δασυνόμενος μέλλοντας του έχω)/ υφιστάμενος< υπό + υφίσταμαι/ ανθυπολοχαγός< αντί + υπό + λοχαγός]. Η άλλη του πρακτική χρήση είναι η ερμηνευτική διευκόλυνση λέξεων που θα μεταφράσουμε από τα ελληνικά σε ξένες γλώσσες και αντίστροφα. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, θα γράψουμε Hades, επειδή δασυνόταν.
Η ιστορία της δασείας
Από το πολύπλοκο, δύσκολο αλλά και αχρείαστο πολυτονικό σύστημα, το μόνο, ίσως, σύμβολο - εκτός από την οξεία - που είχε κάποια χρησιμότητα και πρακτική σημασία ήταν η δασεία
Η δίκη των τόνων
Μισόν αιώνα περίπου πριν, το 1943, η κατάργηση των πνευμάτων και ο περιορισμός των τονικών σημείων σε πανεπιστημιακά συγγράμματα του καθηγητή Ι. Θ. Κακριδή είχε οδηγήσει στην πειθαρχική δίωξή του από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, γνωστή ως Δίκη των Τόνων
Ήταν η γκάφα του αιώνα στο γλωσσικό; Έτος 1942, μες στη γερμανική Κατοχή, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής του Αθήνησι στέλνουν στο πειθαρχικό έναν συνάδελφό τους, τον Ι. Θ. Κακριδή, επειδή τύπωσε το βιβλίο του με μονοτονικό. Το μονοτονικό ήταν, βέβαια, το πρόσχημα, σε εποχή όπου τα πράγματα ήταν πιο καθαρά στο μέτωπο το γλωσσικό, ποιες δηλαδή οι προοδευτικές και ποιες οι αντιδραστικές δυνάμεις. Στο πειθαρχικό το κατηγορητήριο ουσιαστικά κατέρρευσε, ενώ η ποινή, δύο μήνες προσωρινή απόλυση, ήταν μηδαμινή, σε σχέση με τα όνειρα για εξόντωση που έπλαθαν οι διώκτες του Κακριδή. Ας τους θυμηθούμε, όσους υπέγραψαν την παραπομπή, με το όνομά τους αναπόφευκτα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι που να μη γίνεται διάκριση ανάμεσα στους πρωτοστάτες και τους μετριοπαθέστερους: Φαίδων Κουκουλές, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Ερρίκος Σκάσσης, Εμμανουήλ Πεζόπουλος, Αντώνιος Χατζής, Γεώργιος Σακελλαρίου, Γεώργιος Π. Οικονόμος, Νικόλαος Βλάχος, Αναστάσιος Ορλάνδος, Χρ. Καπνουκάγιας, Σπυρ. Μαρινάτος, Απ. Δασκαλάκης, Διον. Ζακυθηνός. Είχαν μειοψηφήσει ο Ιω. Θεοδωρακόπουλος και ο Σωκράτης Κουγέας.

Ελευθεροτυπία 15/11/2005

Γλωσσικό ζήτημα


Αρχαιότητα

Ο γλωσσικός διχασμός εμφανίζεται ιστορικά κατά τον 1ο αιώνα π.X. όταν οι αττικιστές εισήγαγαν τη διγλωσσία στον ελληνικό κόσμο, καθώς επέβαλαν μια απομίμηση της κλασικής αττικής, η οποία αντιπαρατέθηκε με την ήδη κυρίαρχη δημώδη προφορική. Mετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθετεί την αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα τη Βυζαντινή και νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στη φωνητική όσο και στη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με τη χρήση της αττικής θα συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον αττικισμό, με αποτέλεσμα τη στροφή των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, τη διγλωσσία και την επικράτηση ενός άκαμπτου αρχαϊσμού μεταγενέστερα.
Για τη γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν και η Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή τη γλώσσα, αλλά αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την ελληνική παιδεία. Στη συνέχεια, κατά του βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, αττικής –κοινής συνετέλεσε στη χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του εκχριστιανισμού τους.
Τουρκοκρατία
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας της απόσχισης περιοχών του πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται διαμόρφωση των νέων ελληνικών καθώς και δημιουργία διαλέκτων και ιδιωμάτων, που εξασθενίζουν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους. Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής του έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του. Η ομάδα του Μοισιόδακα και του Καταρτζή προτείνει ότι, για να απελευθερωθεί η Ελλάδα από την Οθωμανική κυριαρχία, πρέπει ο λαός να μορφωθεί, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του, που είναι ικανή να εκφράσει όλες τις ανθρώπινες γνώσεις και όλα τα αισθήματα. Στις προσπάθειες αυτές των προοδευτικών η απάντηση είναι αντίδραση και διώξεις από τους συντηρητικούς του Πατριαρχείου, που υποστηρίζουν την αρχαΐζουσα.
Ανεξάρτητο ελληνικό κράτοςTο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στη νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από τη Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ' τον πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.

Ο Αδαμάντιος Κοραής. κυρίαρχη μορφή, στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και επινοεί και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834). Η αρχική σύλληψή του για την κάθαρση μιας δημώδους γλώσσας αλλά και τη διατήρηση όλου του δυναμισμού της δε πραγματώνεται. Το 1818 ο Π. Κορδικάς, αν και ανήκει στους υποστηρικτές μιας μετριοπαθούς δημοτικής γλώσσας, εκδίδει τη Μελέτη της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου, με σκοπό μια πολεμική εναντίον του Κοραή. Ενισχυόμενος ο Κορδικάς από τους Φαναριώτες με συντηρητικές απόψεις προσβλέπει στην καθιέρωση μιας καθαρεύουσας «Εκκλησιαστικής», αντίστοιχης της γλώσσας των Βερσαλιών στη Γαλλία.
Η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της λαογραφίας, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών. Την παράδοση που δημιουργεί ο Διονύσιος Σολωμός στην έντεχνη Επτανησιακή Σχολή, θα συνεχίσουν οι Ιάκωβος Πολυλάς, Αλέξανδρος Βαλαωρίτης, κ.ά, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα, καταπιάνονται με θέματα ιστορικά, κυρίως, όμως, με κοινωνικά, στα οποία βρίσκουμε ρίζες του κινήματος του δημοτικισμού και επομένως της πόλωσης που σύντομα θα στιγματίσει το γλωσσικό ζήτημα. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα Επτάνησα, που για αιώνες ήταν υπό Ενετική και Αγγλική κατοχή, δεν υποστηριζόταν ο αρχαϊσμός και πολύ πριν τον Σολωμό ήταν καλλιεργημένη η λαϊκή παράδοση στη ποίηση.
Πυροδοτείται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά η αντίδραση προς τον Κοραή, που κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση. Οι αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού. Στο χώρο της λογοτεχνίας, πάντως, η δημοσίευση το 1888 του έργου του Γ. Ψυχάρη «Το ταξίδι μου» δίνει ώθηση στη χρήση της δημοτικής μεταγενέστερα. Το «ταξίδι» σημειώνει σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και αποτελεί το ευαγγέλιο, του νεώτερου δημοτικισμού, που χτυπά τις γλωσσικές φεουδαρχικές προλήψεις. Η εισήγηση του Ψυχάρη για μια συστηματοποιημένη πρότυπη δημοτική δίνει και μια νέα διάσταση στο γλωσσικό ζήτημα, θέτοντάς το ως ανάγκη όχι μόνο για τη μελλοντική ευημερία του ελληνικού έθνους αλλά και την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας.

20ος αιώνας

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας.
Η εφημερίδα «Ακρόπολη», με εκδότη τον Β. Γαβριηλίδη, υποστηρίζοντας τη γλωσσική μεταρρύθμιση του Ψυχάρη, ανάβει το γλωσσικό ζήτημα. Υποστηρικτές τους οι Εμμανουήλ Ροΐδης, Ι. Πολυλάς, κ.ά., χτυπούν τον αττικισμό και υπερασπίζονται με πάθος τη δημοτική ως όργανο της ελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου, το γλωσσικό ζήτημα διαμορφώνεται ως προς την πολιτιστική του διάσταση και παίρνει εκτός από κοινωνικές διαστάσεις και πολιτικές και οδηγεί σε αιματηρές συγκρούσεις. Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα (τα επεισόδια που έγιναν γνωστά σαν "Ευαγγελικά". Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα λεγόμενα "Ορεστειακά"). Οι πολέμιοι των δημοτικιστών τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία. Ο γλωσσικός και πολιτικός φανατισμός συσκοτίζει τη πραγματικότητα, που ως ζητούμενο όλων είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας, καθώς ανέκαθεν ο δημοτικισμός ταύτιζε το έθνος με τη γλώσσα.
Σημαντικός σταθμός αυτής της προσπάθειας ήταν η ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910, όπου συμμετείχαν ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και άλλοι, καθώς και η ίδρυση του πειραματικού Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου συνιστούν προσπάθειες για περιορισμό της αρχαιομάθειας, όπως και της ενίσχυσης φυσιογνωστικών μαθημάτων, τεχνικών, πρακτικών κ.α., που όμως προκαλούν αντιδράσεις. Ο Δελμούζος, ιδρυτής και διευθυντής του παρθεναγωγείου, κατηγορείται για διαφθορά ηθών και διδασκαλία του κομμουνισμού και της αθεΐας, αλλά τελικά αθωώνεται. Το έθνος χωρίζεται στα δύο και το θέμα της γλώσσας αποκτά μείζονα σημασία, που υπερέχει ακόμη και της ίδιας της ιδέας της ελευθερίας του έθνους. Οι συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της περιόδου, που όλες είτε δεν ψηφίστηκαν είτε έμειναν στα χαρτιά, αποσκοπούν στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινωνικές–οικονομικές ανάγκες της χώρας, με αποτέλεσμα σε διάστημα συνολικά 50 ετών, από την αρχή δηλαδή του 20ου αιώνα, να υπάρξουν λίγο-πολύ 9 αλληλοδιαδοχές επίσημης εθνικής γλώσσας, πότε της καθαρεύουσας και πότε της δημοτικής.
Ειδικότερα το 1911, όταν, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή ο Βενιζέλος υποχωρεί στο κατεστημένο και ορίζει την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, επιβεβαιώνεται η δύναμη της συντηρητικής παράταξης και της εκκλησίας. Η υποχώρησή του είναι πολιτικός και προσωπικός συμβιβασμός που υπερκερνά την πραγμάτωση των θεμελιωδών αλλαγών που εκκρεμούν στη κοινωνία. Γενικά, η φίμωση του λόγου κυριαρχεί και ο χρήστης της δημοτικής θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης, της θρησκείας και πολεμά τη καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Το βαθύ ρήγμα που δημιουργείται ανάμεσα στις μορφωμένες τάξεις και τον απαίδευτο λαό, αποσκοπεί στην κοινωνική διάκριση, καθώς ο λαός αποκλείεται από την εξουσία και καλλιεργείται η υπακοή στο κατεστημένο που θέλει να αποτελεί παράδοση. Η χρήση της σωστής γλώσσας δηλώνει ανωτερότητα, καθώς οι χρήστες της δεν ανήκουν στους κοινούς θνητούς που δυσκολεύονται να χειριστούν την καθαρεύουσα.
Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας. Ειδικότερα κατά τη δικτατορία, οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως, που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του βήματος και του λόγου. Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές, όπως γράφει ο Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η Φραγκουδάκη, έφτανε να γράψουν της αποβλάκωσης αντί της αποβλακώσεως για να χαρακτηριστούν αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομμουνισμού ή και ακόμη να χάσουν κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους.
Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα Νομοσχέδια Τσιριμώκου το 1913, η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το 1917, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του Βενιζέλου, που όριζε τη δημοτική σαν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των Φιλελεύθερων το 1920 ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στη δημοτική ("Τα Ψηλά Βουνά") "να καώσι ως έργα ψεύδους". Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από τη χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. Ιωάννη Κακριδή κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στη δημοτική και σε μονοτονικό σύστημα την πανεπιστημιακή του παράδοση.
Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του '70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη- και έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Ευάγγελο Παπανούτσο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.
Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της καθαρεύουσας. Η νομιμοποίηση δε του ΚΚΕ αφαιρεί την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος και παύει η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με τον κομμουνισμό, την αναρχία και το χάος. Πλην όμως, η καθαρεύουσα δεν είναι πλέον αποτελεσματική ως γλώσσα ούτε χρήσιμη σε καμιά εξουσία. Η κατάχρηση των μαγικών ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967 αποτελεί το κύκνειο άσμα της.
Το Γλωσσικό Ζήτημα έλαβε τέλος τη δεκαετία του '70, μετά από σχεδόν έναν αιώνα διαμάχης. Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976 ο υπουργός Παιδείας Ράλλης εισηγείται -και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει το 1977- τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους. Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.
Η Νέα Ελληνική που χρησιμοποιείται σήμερα, αποτελείται από συνένωση στοιχείων της δημοτικής και της καθαρεύουσας και βρίσκεται κοντά στην Ελληνιστική Κοινή των χρόνων του Χριστού.

βιβλιογραφία: βικιπαίδεια

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗ ΜΑΘΗΣΗ, Μπρεχτ

Μάθαινε, και τ' απλούστερα! Γι' αυτούς
που ο καιρός τους ήρθε
Ποτέ δεν είναι πολύ αργά!
Μάθαινε,
το α, β, γ, δε σε φτάνει, μα συ
να το μαθαίνεις! Mη σου κακοφανεί!
Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
* * *
Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο!
Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή!
Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!
Μάθαινε, εξηντάχρονε!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Ψάξε για σχολειό, άστεγε!
Προμηθέψου γνώση, παγωμένε!
Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν' ένα όπλο.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
* * *
Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε
Μην αφεθείς να πείθεσαι.
Μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!
Ο,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
Ελεγξε το λογαριασμό
Εσύ θα τον πληρώσεις.
Ψάξε με τα δάχτυλα κάθε σημάδι.
Ρώτα: Πώς βρέθηκε αυτό εδώ;
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία!